φερέπτολις

φερέπτολις
φερέ-πτολις,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φερέπτολις — όλιος, ὁ, ἡ, Α βλ. φερέπολις …   Dictionary of Greek

  • φερέπολις — και φερέπτολις, ιος, ὁ, ἡ, Α αυτός που διατηρεί την πόλη, το κράτος («φερέπολιν τῆς Ῥώμης [τύχην]», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλις / πτόλις (πρβλ. φιλό πολις / πτολις, φυγό πολις / πτολις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”